καπνοσύριγγα

καπνοσύριγγα
1. μικρός σωλήνας στην άκρη τού οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση, πίπα
2. σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από μικρό κοίλωμα στο οποίο τοποθετείται και καίγεται ο καπνός και από σωλήνα διά μέσου τού οποίου ο καπνιστής εισπνέει τον παραγόμενο καπνό, τσιμπούκι
3. η μακριά δερμάτινη σύριγγα τού ναργιλέ, το μαρκούτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + σύριγγα. Με τη λ. αυτή αποδίδεται το γαλλ. pipe και το τουρκ. cubuc «τσιμπούκι». Η λ., στον λόγιο τ. καπνοσύριγξ, μαρτυρείται από το 1845 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • ναργιλές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), καπνοσύριγγα ανατολικού τύπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίπα — η (λ. ιταλ.) 1. βοηθητικό όργανο όπου τοποθετείται το τσιγάρο, καπνοσύριγγα: Πίπα με φίλτρο. 2. εργαλείο, όργανο καπνίσματος όπου τοποθετείται ο καπνός, τσιμπούκι, λουλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίκα — η η καπνοσύριγγα των χασισοποτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”